- ἀπαγορεύσεως
- ἀπαγορεύσεω̆ς , ἀπαγόρευσιςprohibitionfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отърицаниѥ — ОТЪРИЦАНИ|Ѥ (11), ˫А с. 1.Отрицание, непризнание: ибо великыи Василии, ѡтрицани˫а мнишьскаго жити˫а исходѧща, тако вѣща: сего ра(д)и и чл҃вколюбець г(с)ь… на двѣ житьи раздѣли чл҃вчьство, супружениѥ и дв(с)тво, да иже не могыи терпѣти ѹнотьства и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πολυγένης, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1862 – 1935). Έλληνας νομομαθής. Σπούδασε στην Αθήνα και στη Γερμανία και είχε μακρά πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, υφηγητής από το 1890 και καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών από το 1895. Άφησε σημαντικό συγγραφικό έργο: Περί… … Dictionary of Greek